μασκάρεμα

μασκάρεμα
το
1. το να φορά κανείς μάσκα, η μεταμφίεση.
2. το μασκαραλίκι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα …   Dictionary of Greek

  • μεταμφίεση — η το μασκάρεμα: Η μεταμφίεσή του ήταν πρωτότυπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”